- σκρόπιος
- -α, -ο, Νβλ. σκόρπιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκόρπιος — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά … Dictionary of Greek
σκορπιός — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά … Dictionary of Greek
Σκορπιός — Σκορπιός, ο και Σκροπιός, ο αστερισμός του ζωδιακού κύκλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκορπιός — σκορπιός, ο και σκροπιός, ο 1. είδος ζώου που ανήκει στα αραχνοειδή αρθρόποδα: Τον τσίμπησε σκορπιός. 2. είδος ψαριού. 3. είδος πολεμικής μηχανής των Ρωμαίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκόρπιος, -ια, -ιο — και σκρόπιος, ια, ιο επίρρ. ια σκορπισμένος: Τα βιβλία τα είχε σκόρπια πάνω στο γραφείο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)